θηκόσωμα

θηκόσωμα
(thecosoma). Τάξη γαστερόποδων οπισθοβράγχιων μαλακίων, τα οποία συγκροτούν ιδιαίτερη τάξη. Ζουν στις ανοιχτές θάλασσες, στις οποίες κολυμπούν με τη βοήθεια ενός ζεύγους πτερυγίων, που τα προβάλλουν από κάθε πλάγια επιφάνεια του ποδιού. Το σώμα τους περιβάλλεται από όστρακο. Το κεφάλι των θ. δεν ξεχωρίζει από το σώμα τους, ενώ τα πόδια και οι κεραίες τους είναι τελείως υποτυπώδη. Τα μαλάκια αυτά, τόσο στην εμφάνιση όσο και στις συνήθειες, μοιάζουν πολύ με τους θαλάσσιους κοχλίες. Από τα διάφορα είδη τους, τα γνωστότερα είναι οι λειμακινίδες και οι καβολινίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”